Για περισσότερα από 40 χρόνια το θέμα των αγνοούμενων της Κύπρου, των συνολικά 2.000 Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων πολιτών που εξαφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής στο νησί το 1974, αλλά και των διακοινοτικών αναταραχών τη δεκαετία 1964 – 1974, έχει χρησιμοποιηθεί και από τις δύο κοινότητες ως μέσο δαιμονοποίησης του “Άλλου”, με σκοπό τη δικαιολόγηση μίας άκαμπτης στάσης στις διαπραγματεύσεις (Κόβρας, 2008: 376). Με άλλα λόγια, οι πολιτικές ηγεσίες, τόσο της ελληνοκυπριακής, όσο και της τουρκοκυπριακής κοινότητας, έχουν δημιουργήσει ένα αφήγημα μέσω του οποίου κατασκεύασαν για τον “Εαυτό” την εικόνα του θύματος που έχει υποστεί πολλά δεινά από τον βάρβαρο “Άλλο”, μία εικόνα που επιδιώκει να ενισχύσει τη θέση τους και να κερδίσει τη συμπάθεια και την υποστήριξη της διεθνούς κοινότητας.

Όπως θα δούμε, τα δύο αφηγήματα διαφέρουν, καθώς στην πρώτη περίπτωση οι Αγνοούμενοι χρησιμοποιούνται ως μία μεταφορά για επιστροφή, επιστροφή της χαμένης γης και επιστροφή στην ειρηνική εποχή πριν την τουρκική εισβολή (Υάκινθου, 2008: 18), ενώ στη δεύτερη ως απόδειξη ότι οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι δεν μπορούν να συνυπάρξουν ειρηνικά (Cassia, 1999: 27). Για το λόγο αυτό, οι δύο πλευρές έχουν επιφορτίσει τη λέξη “Αγνοούμενοι” η καθεμία με ένα διαφορετικό νόημα. Για την ελληνοκυπριακή κοινότητα οι Αγνοούμενοι είναι οι Ελληνοκύπριοι που εξαφανίστηκαν ως αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής του 1974 και των οποίων η τύχη αγνοείται, ενώ για την τουρκοκυπριακή κοινότητα οι Αγνοούμενοι είναι οι Τουρκοκύπριοι που θυσιάστηκαν για το έθνος, οι “μάρτυρες”, που προέκυψαν από τις διακοινοτικές αναταραχές της δεκαετίας 1964 – 1974 (Υάκινθου, 2008: 17). Είναι ξεκάθαρο ότι η πρώτη ερμηνεία ενισχύει την αίσθηση της συνέχισης του προβλήματος, το οποίο για τους Ελληνοκύπριους αποτελεί μία πληγή που παραμένει ανοιχτή, ενώ η δεύτερη ενός κύκλου που έχει κλείσει και που δεν πρόκειται να ξανά ανοίξει όσο οι Τουρκοκύπριοι και οι Ελληνοκύπριοι ζουν χώρια.
«Η ανάγκη για την πάση θυσία διατήρηση των κυρίαρχων αφηγημάτων οδήγησε στον αποκλεισμό των εναλλακτικών φωνών και στις δύο κοινότητες»
Το γεγονός ότι οποιαδήποτε αλλαγή στο κυρίαρχο αφήγημα της μίας ή της άλλης πλευράς μπορεί να επηρεάσει την ισχύ των επιχειρημάτων της κατά τις διαπραγματεύσεις, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται το ζήτημα των Αγνοούμενων της Κύπρου η διεθνής κοινότητα, δημιούργησε την ανάγκη για την πάση θυσία διατήρηση των δύο αυτών κυρίαρχων αφηγημάτων, με αποτέλεσμα τον επί πολλά χρόνια αποκλεισμό των εναλλακτικών φωνών και στις δύο κοινότητες, αλλά και την παρεμπόδιση του έργου της Διερευνητικής Επιτροπής για τους Αγνοούμενους στην Κύπρο (ΔΕΑ) και από τις δύο πλευρές, για είκοσι και πλέον χρόνια (Υάκινθου, 2008: 17).
Σήμερα, η δημιουργία ενός παγκόσμιου κανονιστικού πλαισίου για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, από κοινού με την εξέλιξη των εγκληματολογικών επιστημών, ενθάρρυνε την ανάδυση διαφορετικών εκδοχών της αλήθειας για το παρελθόν (Korvas, 2012: 750), ενώ η υποχρέωση της Τουρκίας να συμμορφωθεί με συγκεκριμένα ευρωπαϊκά πρότυπα και αποφάσεις, ώστε να συνεχίσει την ενταξιακή της πορεία, είχε ως αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη συνεργασία της για την επίλυση του ζητήματος. Βέβαια, παρά τις θετικές εξελίξεις που σημειώθηκαν, κυρίως, από το 2004 και μετά τα βασικά αφηγήματα παραμένουν σχεδόν τα ίδια, με τις δύο πλευρές να επικεντρώνονται στα δικά τους δεινά και να αγνοούν τον πόνο του “Άλλου”, γεγονός που αποτελεί τροχοπέδη για την ανάδυση ενός ουσιαστικού δημόσιου διαλόγου και, κατ’ επέκταση, για την οριστική επίλυση του ζητήματος των Αγνοουμένων της Κύπρου.